θεολογίᾳ

θεολογίᾳ
θεολογίᾱͅ , θεολογία
science of things divine
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεολογία — θεολογίᾱ , θεολογία science of things divine fem nom/voc/acc dual θεολογίᾱ , θεολογία science of things divine fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολογία — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… …   Dictionary of Greek

  • θεολόγια — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… …   Dictionary of Greek

  • θεολογία — η το σύστημα διδασκαλίας ή η επιστήμη για το Θεό και ειδικότερα για τη χριστιανική θρησκεία: Ασχολούμαι με τη χριστιανική θεολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακροαματική θεολογία — (acroamatica theologia). Ονομασία, στη μεσαιωνική Ευρώπη, της καθέδρας επιστημονικής θεολογίας, αντίθετα προς τη λαϊκή θεολογία (theologia popularia) που περιοριζόταν στις στοιχειώδεις θρησκευτικές γνώσεις …   Dictionary of Greek

  • θεολογίας — θεολογίᾱς , θεολογία science of things divine fem acc pl θεολογίᾱς , θεολογία science of things divine fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Богословие — (Θεολογία, theologia) по этимологическому значению есть учение о Боге и по теперешнему словоупотреблению обозначает собою весь состав наук, имеющих предметом своим христианскую религию. Слово это не всегда было в употреблении и, вошедши в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • θεολογίαι — θεολογίᾱͅ , θεολογία science of things divine fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολογίαν — θεολογίᾱν , θεολογία science of things divine fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολογιῶν — θεολογία science of things divine fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”